φαφλατίζω

φαφλατίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαφλατίζω" в других словарях:

  • φαφλατίζω — Ν φαφλατάρω, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τής φλυαρίας (βλ. και λ. φαφλατάς)] …   Dictionary of Greek

  • παφλάζω — ΝΜΑ, αιολ. τ. παφλάσδω Α νεοελλ. αρχ. 1. (για νερό που τρέχει ορμητικά και για τα κύματα τής θάλασσας, ιδιαίτερα γι αυτά που σπάνε στα βράχια ή στην ακτή) ηχώ όπως το νερό που βράζει, που κοχλάζει 2. (για υγρό ή φαγητό που θερμαινόμενο έχει… …   Dictionary of Greek

  • φαφλατάρω — και φαφλατίζω φαφλατάρισα, αμτβ., φλυαρώ, μωρολογώ, γλωσσοκοπανώ: Είναι φλύαρος και φαφλατάρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»